8 min read

Τα αγροτικά κτίσματα της Σίφνου.

Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον - Γιώργος Σεφέρης
Τα αγροτικά κτίσματα της Σίφνου.
Το τοπίο των Κυκλάδων

Το τοπίο δεν είναι μια καρτ-ποστάλ ή απλώς μια όμορφη θέα, αποτελείται από ένα ανοιχτό σύστημα αλληλένδετων στοιχείων, που απαρτίζεται από ξερολιθιές, μονοπάτια κι αγροτικά κτίσματα που δημιουργήθηκαν για λόγους βιωσιμότητας και ήταν βασισμένα στην απλότητα και στην ανάγκη, με σεβασμό και προσαρμοστικότητα στα φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος. Με τον τρόπο αυτό οι νησιώτες διαμόρφωσαν ανάλογα το έδαφος, και το πλαισίωσαν με όλες τις χειροποίητες κατασκευές τους, έχοντας σαν αποτέλεσμα το μοναδικό αγροτικό τοπίο των Κυκλάδων που λειτούργησε σαν πόλος έλξης επισκεπτών παγκοσμίως. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια με ταχύτατους ρυθμούς τα τοπία των νησιών αλλάζουν, η κλίμακα και ο ρυθμός των επεμβάσεων μεγαλώνουν, κάνοντας πολύ σημαντική την ανάγκη να καταγραφούν πριν να είναι πολύ αργά.

Η καταγραφή σαν εργαλείο

Προκειμένου το αγροτικό τοπίο να διατηρηθεί στη βέλτιστη κατάσταση συνδυάζοντας το τρίπτυχο «πολιτισμός-τουρισμός-ανάπτυξη», κρίθηκε απαραίτητο να γίνει μια έρευνα που να αναπαριστά την υπάρχουσα κατάσταση σαν ιστορική πληροφορία, με σκοπό την αποτύπωση και τη μελέτη για ανάδειξη. Η μεθοδολογία που θεωρείται η πιο ολοκληρωμένη είναι η καταγραφή της αγροτικής κληρονομιάς, με την ένταξη των κτισμάτων αυτών σε ένα πλαίσιο προστασίας και διατήρησης της φυσιογνωμίας των νησιών.
Η καταγραφή είναι η αποτύπωση της εικόνας και της κατάστασης, της «κληρονομιάς» ενός τόπου και προϋποθέτει παρατήρηση, χρόνο, ακρίβεια και σωστή αξιολόγηση με σαφή δεδομένα. Αποτελεί ένα βασικό εργαλείο και πρώτο βήμα αναγνώρισης της ταυτότητας ενός χώρου και της δυναμικής του συστήματός του. Με την κατανόηση του συστήματος αυτού μπορεί μια κοινωνία να στηριχθεί για τη γνώση του τοπίου ενώ ο πλούτος των ευρημάτων μιας καταγραφής μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για αναγνώριση κι ευαισθητοποίηση.

Η καταγραφή στη Σίφνο

Η Σίφνος, νησί με μεσαίου μεγέθους τουριστική ανάπτυξη επιλέχθηκε σαν πεδίο μελέτης γιατί κρίθηκε (το 2009) ότι διατηρεί ακόμα τη φυσιογνωμία της, με το φυσικό περιβάλλον της και τον τουρισμό να βρίσκονται σε σχετική ισορροπία. Η σχέση αυτή μπορεί να διαταραχθεί ανά πάσα στιγμή, γι’αυτό και σε ένα κρίσιμο σημείο αποφασίστηκε να μελετηθεί και να αποτυπωθεί η υπάρχουσα κατάσταση, ως μια καταγραφή της δεδομένης στιγμής προς αποφυγήν πιθανών μελλοντικών επεμβάσεων που δε συνάδουν με το τοπίο.

Το φυσικό περιβάλλον της Σίφνου είναι πλούσιο σε πανίδα και χλωρίδα, ενώ το δομημένο αποτελείται από αρχαίες ακροπόλεις και πύργους που διασώζονται μέχρι σήμερα, από οικιστικά σύνολα με δίκτυο παραδοσιακών οικισμών που προστατεύονται θεσμικά και από την αγροτική κληρονομιά στην ενδοχώρα της υπαίθρου που συνδέεται με τα μονοπάτια και οριοθετείται με τις ξερολιθιές. Σπουδαία ιστορικά τεκμήρια αποτελούν η μελέτη για τους οικισμούς της Αναστασίας Τζάκου[1] και η μελέτη για τα αγγειοπλαστεία του Friedrich Wagner.

Η σημασία του τοπίου της επισημαίνεται και από το διάταγμα του 1976 (ΥΑ ΥΠΠΕ/Α/Φ31/36531/3992/6-7-1976 - ΦΕΚ 917/Β/14-7-1976: "Περί χαρακτηρισμού της νήσου Σίφνου ως τόπου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους προς την προστασία της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής".

Έτσι, το 2009, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Νομαρχίας Κυκλάδων και της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού καταγραφή των αγροτικών κτισμάτων πάνω στις 8 διαδρομές πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η επιτόπια έρευνα διήρκεσε 6 μήνες και αποσκοπούσε στον εντοπισμό, τη συλλογή, την αναγνώριση και τη γεωαπεικόνιση κάθε αγροτικής κατασκευής από πέτρα, με κύρια τεχνικά μέσα μια συσκευή gps και μια φωτογραφική μηχανή. Οι φωτογραφίες απεικόνιζαν το κάθε κτίσμα εξωτερικά, εσωτερικά, καθώς και τη θέση του σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.

Τα προϊόντα της καταγραφής ήταν 1270 σημεία:

361 στάβλοι, 284 θεμωνιές, 223 αλώνια, 120 στέρνες, 74 εκκλησίες, 44 ασβεστοκάμινα, 42 πηγάδια, 40 πατητήρια, 33 πηγές, 19 λιοτρίβια, 12 περιστεριώνες, 8 γεφύρια, 8 ανεμόμυλοι, 2 νερόμυλοι.

Πάρθηκαν 6540 φωτογραφίες, που ενσωματώθηκαν σαν εποπτικά υλικά στην έρευνα. Όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία εισήχθησαν σε μια ηλεκτρονική βάση φύλλων επεξεργασίας δεδομένων, αντιστοιχίζοντας κάθε σημείο αναφοράς με τις φωτογραφίες που το αποτυπώνουν, ώστε να γίνει η πρώτη ποσοτική ανάλυση (αναφέρεται η ημερομηνία καταγραφής, οι γεωγραφικές συντεταγμένες, η τοποθεσία, ο τύπος κτίσματος, η γενική περιγραφή, η αναφορά κατάστασης, η ενδεχόμενη χρήση ή αλλαγής αυτής και το ιδιοκτησιακό καθεστώς). Εν συνεχεία δημιουργήθηκαν θεματικές βάσεις δεδομένων για τους βασικούς τύπους κτισμάτων με λεπτομέρειες μορφολογικού και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, ανάλογα με τον κάθε τύπο.

Η ταξινόμηση ακολουθείται από ποιοτική ανάλυση με στοιχεία, όπως: μοναδικότητα κτίσματος, υπό απειλή, ιδιαίτερα πολιτιστικά ή αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, πρότυπη αξιοποίηση, φέροντα διακοσμητικά ή λειτουργικά στοιχεία όπως:

πανωστριά, φούρνος, κεραμικό, κοινωνικά συμβιοτικά σύνολα, εντοπισμένες επιγραφές όσον αφορά την ιδιοκτησία, τη χρονολογία[2] ή άλλες συμβολικές πληροφορίες, ύπαρξη αρχαίων ευρημάτων, μορφολογική προσαρμογή, υποδειγματική λιθοδομή.

Στη συνέχεια όλα τα σημεία τοποθετήθηκαν σε χάρτη με τη βοήθεια των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών. Όπως προαναφέρθηκε βασικό στοιχείο του αγροτικού τοπίου αποτελούν οι ξερολιθιές και τα μονοπάτια. Η απεραντοσύνη τους δεν καθιστά δυνατή την καταγραφή και στόχευσή τους με χειροκίνητα μέσα, παρά μόνο σα φωτογραφική αποτύπωση του περιβάλλοντος τοπίου που ακόμα περιβάλλει το νησί

Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι τα περισσότερα πετρόκτιστα είναι εγκαταλελειμμένα, κάτι που ερμηνεύεται από την αλλαγή πορείας από τον πρωτογενή στον τριτογενή τομέα. Τα περισσότερα είναι στάβλοι ή θεμωνιές που έχουν μετατραπεί σε στάβλους. Οι ανεμόμυλοι, οι νερόμυλοι και τα ασβεστοκάμινα δε λειτουργούν πια, ενώ τα παλιά λιοτρίβια έχουν αντικατασταθεί από τα δύο πιο σύγχρονα λιοτρίβια που εξυπηρετούν τον τοπικό πληθυσμό. Τέλος, σε χρήση είναι ακόμα οι στέρνες, οι πηγές και τα πηγάδια. Παρατηρείται μια διαφορετικότητα στους τύπους των κτισμάτων, ωστόσο όλα τα κτίσματα είναι απόλυτα ενταγμένα στο φυσικό περιβάλλον, προσαρμοσμένα στη μορφολογία του εδάφους, έχουν μια λιτότητα στους όγκους κι ένα σεβασμό στη φύση, δημιουργώντας την εντύπωση ότι υπήρχαν από πάντα αρμονικά στο φυσικό τοπίο.

Η γεωγραφική διασπορά και η ποικιλομορφία της δομημένης αγροτικής κληρονομιάς είναι εντυπωσιακή για ένα τόσο περιορισμένο χώρο και αποτελεί μια προστιθέμενη αξία για το νησί. Όλα τα κτίσματα είχαν ένα ρόλο και μια λειτουργικότητα και παρατηρείται η προσπάθεια του ανθρώπου να μην αφήσει τίποτα αναξιοποίητο, σε σχέση με το διαθέσιμο χώρο, τη γεωμορφολογία και τις κλιματικές συνθήκες (άνεμος, γη, νερό). Οι ανεμόμυλοι βρίσκονται σε βουνά, τα ασβεστοκάμινα σε βραχώδεις περιοχές, τα αλώνια κοντά σε καλλιέργειες, οι βρύσες και τα πηγάδια κοντά σε υδροφόρο ορίζοντα και τα σπίτια προστατευμένα από κλιματικές συνθήκες. Η αξία δεν περιορίζεται μόνο στην κατανόηση της κατασκευής και των λειτουργιών, αλλά και στο χρόνο κατασκευής, της δυσκολίας μεταφοράς των υλικών και στη συντήρηση στο χρόνο.

Σε όλο το εύρος του νησιού εντοπίσθηκαν μεμονωμένα κτίσματα, σε συστάδες, διάσπαρτα, οργανωμένα σε μικρές κοινότητες ή ενσωματωμένα στους αγροτικούς οικισμούς. Σε όλα τα στοιχεία παρατηρείται ένα πνεύμα συλλογικότητας, συνεργασίας και κοινής χρήσης, όπως στους φούρνους, τα πατητήρια, τα λιοτρίβια, τα αλώνια, τα πηγάδια, τις βρύσες, τους ανεμόμυλους. Πέρα από την εξυπηρέτηση της παραγωγικής διαδικασίας, τα μέρη αυτά ήταν και σημεία συνάντησης και κοινωνικοποίησης.

Μετά από 14 χρόνια οι αλλαγές είναι ραγδαίες και ταχύτατες με το ρυθμό αυτών των αλλαγών να είναι ανησυχητικός. Οτιδήποτε δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε χιλιάδες χρόνια με μόχθο για βιοπορισμό, καταστρέφεται στις μέρες μας με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα, αλλοιώνοντας εμφανώς το τοπίο (αλλοιώσεις μονοπατιών, καταστροφή αγροτικών κτισμάτων, έντονη οικοπεδοποίηση). Για παράδειγμα, στη διαδρομή Κάστρο-Φάρος υπάρχουν 25 νέες οικοδομές και καταστροφή του μονοπατιού για δημιουργία νέων οικοδομών.

Ποιο το μέλλον του αγροτικού τοπίου;

Σαν μέτρα προστασίας των αγροτικών κτισμάτων παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά με το Π.Δ. 110, 10.5.2002, ΦΕΚ 402Δ’17.5.2002 «Χαρακτηρισμός των νησιών Κίμωλος, Δονούσα, (Άνω) Κουφονήσι, Ηρακλειά, Σχοινούσα, Αμοργός, Ανάφη, Σίκινος, Φολέγανδρος, Τήλος, Νίσυρος, Χάλκη, Μεγίστη, Κάσος, Τέλενδος, Ψέριμος, Αστυπάλαια, Λειψοί, Αγαθονήσι, Αρκοί, Άγιος Ευστράτιος, Οινούσσες, Ψαρά, Φούρνοι, Θύμαινα ως περιοχών που έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη προστασία και καθορισμός περιορισμών και ειδικών όρων δόμησης στις εκτός σχεδίου και εκτός οικισμών περιοχές αυτών», όπου αναφέρεται η απαγόρευση κατεδάφισης των αγροτικών κτισμάτων και η προτροπή διατήρησής τους μέσω αντικινήτρων. Νομοθετικό πλαίσιο προστασίας για τα αγροτικά κτίσματα για τη Σίφνο δεν υπάρχει. Ωστόσο, ακόμα και θεσμοθέτηση προστασίας να υπάρχει, τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν υπάρχει πλήρης εφαρμογή ελεγκτικού μηχανισμού για την επιβολή της υφιστάμενης νομοθεσίας, καθορισμός και οριοθέτηση χρήσεων γης και το πιο βασικό, η ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση κι η εμπλοκή με συμμετοχή και προστασία της τοπικής κοινωνίας. Σκοπός είναι να γνωρίσει, να ευαισθητοποιηθεί και να επιλέξει η ίδια η κοινωνία, ώστε να μπορέσει να θωρακιστεί και να αμυνθεί προστατεύοντας το χαρακτήρα του νησιού.

Η καταγραφή αποτελεί πρωτοβουλία και προτείνεται ως μέθοδος εντοπισμού και εργαλείο έρευνας της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου, αλλά από μόνη της δεν εξασφαλίζει τη διάσωση αυτών. Η καταγραφή δεν αποτελεί νομοθετικό όργανο ούτε μέσο άμεσης προστασίας της κληρονομιάς, αποτυπώνει την υπάρχουσα κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο ευαισθητοποίησης της κοινωνίας και μια στροφή για προστασία της κληρονομιάς και να αναδείξει θησαυρούς που ίσως αγνοεί, θεωρεί δεδομένους ή δεν έχει δώσει την κατάλληλη σημασία.

Το ερώτημα που τίθεται ως συνέχεια της καταγραφής είναι ποια θα ήταν η αξία της και ποιο το επόμενο βήμα που θα ακολουθούσε. Τα πιθανά σενάρια της εξέλιξης της έρευνας είναι:

Α. Το ουτοπικό: η πλήρης αποκατάσταση, κάτι το οποίο πρακτικά είναι ανέφικτο, αλλά ακόμα και αν γινόταν θα αναπαριστούσε μια πλασματική πραγματικότητα.
Β. Το πιο εύκολο: η πλήρης εγκατάλειψη, κάτι το οποίο είναι πιθανό, δεν είναι ευκταίο όμως για μια κοινωνία που αγαπάει τον τόπο της και σέβεται τη συνέχεια της κληρονομιάς της.
Γ. Το πιο δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα εφικτό, η αποκατάσταση και επανάχρηση επιλεγμένων κτισμάτων.

Στο τρίτο αυτό σενάριο, τίθενται τα ερωτήματα για το ποιος είναι ο στόχος της αξιοποίησης. Θεωρούμε ότι είτε η αποκατάσταση έχει συμβολικό και μουσειακό χαρακτήρα, είτε λειτουργικό, μέσω της επανάχρησης, το κτίσμα αποκτά ξανά μια αξία που είχε παραγκωνιστεί.

Η ενδυνάμωση του αγροτικού χαρακτήρα του νησιού, επενδύοντας στον τουριστικό τομέα και σεβόμενοι τις κοινωνικές ανάγκες είναι η κατευθυντήριος γραμμή ανάπτυξης που προτείνεται. Σε αυτό το σημείο, άξονες προτεραιότητας αξιοποίησης υποδεικνύεται η προσβασιμότητα, η μοναδικότητα, η διαχρονική αξία και το κοινό όφελος. Με βάση αυτά τα κριτήρια δρομολογείται ένα πλαίσιο αξιολόγησης και προστασίας, για τη λειτουργία του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.


Σημειώσεις

  1. Τζάκου Α., «Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου, μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσιακό σύστημα», 1979 και Βάγκνερ Φ., «Οι οικισμοί αγγειοπλαστών της Σίφνου, ένα παράδειγμα ανώνυμης αρχιτεκτονικής ως έκφραση του περιβάλλοντος, του τρόπου ζωής της οικονομίας και της οικιστικής μορφής», εκδόσεις Καστανιώτης, 2001.
  2. Η σαφής χρονολόγηση των κτισμάτων δεν είναι δυνατή, περιοριζόμαστε μόνο σε επιγραφές με χρονολογίες, για τις οποίες δεν είμαστε σίγουροι αν υπήρχαν εκεί ή αν μετακινήθηκαν. Η περαιτέρω έρευνα από ειδικούς αρχαιολόγους, εθνολόγους, αρχιτέκτονες κρίνεται απαραίτητη.